ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ Ποιητής


Τα μέτωπα κατέρρευσαν

Οι κλειδαριές ανοίχτηκαν

Στενόχωρα χρόνια

Με το ανάθεμα πάνω σε δικαίους και αδίκους

Και την οργή της αλλαγής ακόμη βαθιά κρυμμένη.


Aνέκφραστη κραυγή

Ημουν εδώ, ήμουν εκεί
σαν μια στάλα απο αδιόρατη πηγή.
Ησουν εδώ, ήσουν εκεί
μα ποτέ δεν άνοιξες την δικιά μου την ψυχή.

Περνούσες μέσα απο πλακόστρωτα καλντερίμια
μα είχες στην ματιά σου των ζώων την αγρίμια

Πίσω απο βλέφαρα, πίσω απο τσίνορα ήσουν εσύ
Μια αδιόρατη ανέκφραστη κραυγή.


Eκποίηση Ιδεών

Το μαύρο σου καπέλο λεκιάζει το μπλέ του ουρανού.
Σταμάτησαν τα ταχυδρομικά περιστέρια να πετάνε.
Η ψυχή σου μέσα στον γκρίζο σάκκο του μυαλού σου, προσπαθεί να μιμηθεί το απόλυτο για να αντέξει να ζεί.
Η μνήμη με φέρνει σε σιωπηλούς δρόμους. Τα πρωινά σου ευθύνονται
που γέμισε η αγάπη μου χλωροφόρμιο



ΓΕΝΟΥΣ ΘΥΛΗΚΟΥ Η ΝΥΧΤΑ.

Ὁ ἔρωτας, ὄνομα οὐσιαστικόν, πολὺ οὐσιαστικόν, ἑνικοῦ ἀριθμοῦ, γένους οὔτε θηλυκοῦ, οὔτε ἀρσενικοῦ, γένους ἀνυπεράσπιστου.Πληθυντικὸς ἀριθμὸς οἱ ἀνυπεράσπιστοι ἔρωτες.Ὁ φόβος, ὄνομα οὐσιαστικὸν στὴν ἀρχὴ ἑνικὸς ἀριθμὸς καὶ μετὰ πληθυντικὸς οἱ φόβοι. Οἱ φόβοι γιὰ ὅλα ἀπὸ δῶ καὶ πέρα.Ἡ μνήμη, κύριο ὄνομα τῶν θλίψεων, ἑνικοῦ ἀριθμοῦ μόνον ἑνικοῦ ἀριθμοῦ καὶ ἄκλιτη. Ἡ μνήμη, ἡ μνήμη, ἡ μνήμη.Ἡ νύχτα, Ὄνομα οὐσιαστικόν, Γένους θηλυκοῦ, Ἑνικὸς ἀριθμός. Πληθυντικὸς ἀριθμὸς Οἱ νύχτες. Οἱ νύχτες ἀπὸ δῶ καὶ πέρα.

ΘΟΛΑ ΟΝΕΙΡΑ

 

Διάφανο πέπλο σαν σκιά
τα πάντα έχει καλύψει,
τα όνειρα μοιάζουνε θολά
σαν να 'ναι χρόνια πια πολλά
που σ' έχουν εγκαταλείψει.


Ψάχνεις το φως μες στη σκιά,
μέσα στα σύννεφα μια ξαστεριά,
για να σου δώσει δύναμη
το μέλλον να αντικρίσεις.


Μα μέσα στου χρόνου τα στενά
έχεις χαθεί από παλιά
και απεγνωσμένα αναζητάς,
κάτι πρωτόγνωρο, ξανά,
που θα σε συγκλονίσει.


Ψάχνεις εκείνη τη στιγμή,
που όλα θα μοιάζουν με μορφή,
που ήρθε σ' ετούτη τη γη,
αιθέρια και θεϊκή ,
για να σε αφυπνίσει.

Ψάχνεις αυτό που δεν μπορείς,
χρόνια τόσα να αποδεχτείς,
πως ίσως όλη σου τη ζωή
την έχεις... σπαταλήσει.




Μαύρες φτερωτές Οφθαλμαπάτες


Στον κόσμο μου βλέπω μαύρες φτερωτές οφθαλμαπάτες.
Ονειρικά πλάσματα απ'το παρελθόν που με επισκέπτονται.
Κι εγώ,
Ένα παιδί που τα μάτια του κλείνει στο φως του ζωοδώτη Ήλιου.
Σαν άγγελος σε νεκρό παράδεισο μοιάζω να είμαι.
Με το πρόσωπο μιας παλιάς σάρκας.
Το κεφάλι μου μια βλασφημία.
Για κορμί μου μία παραφροσύνη και τα πόδια μου μια φρίκη.
Στο δωμάτιό μου κοιτώ σε τι ρυθμό χορεύει η μοναξιά μου.
Ακούω τη σιωπή να μου τραγουδά σιγανά τις λέξεις.
Εκείνες που δεν μου έδωσαν ποτέ το προνόμιο να μιλώ για την αγάπη.
Που αδικούν τόσο, όταν σιωπούν.
Που με πληγώνουν όταν ακούγονται από ξένα χείλη.
Που πεθαίνουν, όταν αδυνατούν να δώσουν ζωή και χρώμα στον πένθημο και διάφανό μου κόσμο.
Εξάλου η ιστορία τους δεν γράφεται από έναν ηττημένο σαν εμένα.
Σήμερα τα όνειρά μου ξημέρωσαν και πάλι, σε λασπωμένους δρόμους και τα μάτια που τα έβλεπαν, γέρασαν, προσμένοντας μία απάντησή τους...




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου